Από το 1949, ενημέρωση με αξιοπιστία

Φώτης Χατζηδιάκος: Υφαπαργή και όχι απόδοση των ακινήτων

Με τον ν. 5024/2023 (ΦΕΚ 41/Α/24-2-2023) μπήκε ταφόπλακα στο ν. 719/1977 περί εξαγοράς και απόδοσης ακινήτων του δημοσίου στα Δωδεκάνησα, που είχαν σφετερισθεί οι Ιταλοί κατακτητές.

 

Με τις διατάξεις του Ν 719/1977, η ισχύς του οποίου έχει λήξει σύμφωνα με το άρθρο 45 του Ν 1591/1986 δόθηκε η δυνατότητα στους δικαιούχους Δωδεκανήσιους α) της εξαγοράς με συμβολικό τίμημα (10% της αντικειμενικής αξίας) ή β) της απόδοσης άνευ ανταλλάγματος στους αρχικούς τιτλούχους των ιδιωτικών ακινήτων, τα οποία οι Ιταλοί κατακτητές είχαν σφετερισθεί αναγκαστικά κατά την διάρκεια της Φασιστικής κατοχής.

Στην κτηματική υπηρεσία του Δημοσίου εκκρεμούν εκατοντάδες αιτήσεις που δεν είχαν εξετασθεί από την αρμόδια επιτροπή, καθώς και δεκάδες αποφάσεις εξαγοράς οι οποίες δεν παραλήφθηκαν από τους δικαιούχους. Επανειλημμένα είχε ζητηθεί η επαναφορά της ισχύος του ν. 719/77 προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία απόδοσης των ακινήτων αυτών στους δικαιούχους ή τους κληρονόμους αυτών.

Τα έσοδα από την εκποίηση ή την διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου στα Δωδεκάνησα προβλεπόταν να διατίθενται για την συντήρηση των δημοσίων κτιρίων, εκτέλεση έργων κοινής ωφέλειας, οικονομικής ανάπτυξης, τουριστικής χρησιμότητας και για την ανέγερση λαϊκών κατοικιών αποκλειστικά και μόνο στη Δωδεκάνησο.

Σήμερα η περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, είναι υποθηκευμένη για 99 χρόνια και εκποιείται ή αξιοποιείται για τον σκοπό αυτό, μέσω της ΕΤ.Α.Δ. για τη μείωση του δημόσιου χρέους.

Με το ν. 5024/2023 επανακαθορίζεται το θεσμικό πλαίσιο, που διέπει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία της εξαγοράς ακινήτων που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου. Το τίμημα, θα κυμαίνεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) της αντικειμενικής αξίας του προσαυξάνεται κατά ποσοστό (25%), αν υπάρχει κτίσμα.

Με τον ίδιο νόμο καταργήθηκαν οι διατάξεις του ν. 719/1977 και οι δικαιούχοι των ακινήτων καλούνται σήμερα να εξαγοράσουν τα ακίνητά τους καταβάλλοντας το 100% της αντικειμενικής αξίας αυτών.

Η Ελληνική Πολιτεία όφειλε να λάβει υπόψη της ιδιαιτερότητες των ακινήτων του δημοσίου στα Δωδεκάνησα και να νομοθετήσει διαφορετικά την κατά κυριότητα παραχώρηση των ακινήτων αυτών στους δικαιούχους καλλιεργητές, στους κτηνοτρόφους και στους επιχειρηματίες, οι οποίοι τα κατέχουν μακροχρόνια και το αποδεικνύουν, χωρίς την πρόσθετη επιβάρυνση του 100% της αξίας αυτών

Οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι της Δωδεκανήσου, γνώστες του ιστορικού της υφαρπαγής της ιδιωτικής περιουσίας των Δωδεκανησίων από τον Ιταλό κατακτητή, όφειλαν και οφείλουν ακόμη και τώρα να ζητήσουν την επαναφορά του ν. 719/1979.

 Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο του άρθρου για τα δημόσια ακίνητα :

Τις ημέρες αυτές, κάτω από το βαρύ κλίμα του εθνικού πένθους για την τραγωδία στα Τέμπη, η Δωδεκάνησος τίμησε την επανενσωμάτωση της στον εθνικό κορμό, με βάση την Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, στις 2 Φεβρουαρίου 1947, η οποία δίδει το δικαίωμα στην πατρίδα μας να αξιώνει τον απαιτούμενο σεβασμό με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συνθηκών.

Μεταξύ των ειδικότερων όρων αυτής στο 12ο παράρτημα της Συνθήκης, ορίσθηκε η περιέλευση στο Ελληνικό κράτος, χωρίς πληρωμή, της από τους Ιταλούς κατακτητές παρανόμως αποκτηθείσας ακίνητης περιουσίας στη Δωδεκάνησο.

Η διαχείριση των δημόσιων κτημάτων στη Δωδεκάνησο παρέμεινε αρχικά στην εξουσία διαχείρισης του Γενικού Διοικητή Δωδεκανήσου και στη συνέχεια με το ν. 2100/1952 στον Οργανισμό Διαχείρισης Ακινήτων του Δημοσίου, διοικούμενο τοπικά από 7μελή επιτροπή. Ο οργανισμός αυτός καταργήθη με επί χούντας με το ν.δ. 195/1973.

Ακολούθως η διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο, περιήλθε στο Υπουργείο Οικονομικών και η διαχείριση της «περιουσίας του Δημοσίου» ανατέθηκε στην «Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου», που ίδρυσε το Ελληνικό Δημόσιο με έδρα την Αθήνα (Ν.973/1979).

Στη συνέχεια σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 719/1977, η ισχύς του οποίου έχει λήξει σύμφωνα με το άρθρο 45 του Ν 1591/1986 δόθηκε η δυνατότητα στους δικαιούχους Δωδεκανήσιους της εξαγοράς και της απόδοσης από το Ελληνικό Δημόσιο των ακινήτων, τα οποία είχαν περιέλθει κατά την διάρκεια της Ιταλικής κατοχής στην κυριότητα του Ιταλικού Δημοσίου και στην συνέχεια στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, με απόφαση του εκάστοτε Νομάρχη με σκοπό τα έσοδα από τη διαχείριση της περιουσίας αυτής να διατίθενται για την εκτέλεση έργων κοινής ωφέλειας, οικονομικής ανάπτυξης, τουριστικής χρησιμότητας και για την ανέγερση λαϊκών κατοικιών αποκλειστικά και μόνο στη Δωδεκάνησο…

Σήμερα η περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου κάτω υπό την πίεση των μνημονιακών υποχρεώσεων και του εξωτερικού δανεισμού είναι υποθηκευμένη για 99 χρόνια και εκποιείται ή αξιοποιείται για τον σκοπό αυτό, μέσω της ΕΤ.Α.Δ. δεδομένου, ότι σύμφωνα το άρθρο 23, παρ. 02, του Ν.3965/2011, τα έσοδα από την αποκρατικοποίηση και την αξιοποίηση των επιχειρήσεων και των λοιπών περιουσιακών στοιχείων των προηγούμενων παραγράφων και του άρθρου 48 του Ν. 3871/2011, περιορίζονται αποκλειστικά, για τη μείωση του δημόσιου χρέους.

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε ο νόμος 5024/2023 (ΦΕΚ 41/Α/24-2-2023), με τον οποίο επανακαθορίζεται το θεσμικό πλαίσιο, που διέπει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία της εξαγοράς ακινήτων που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου. Σύμφωνα με τον ανωτέρω ισχύοντα νόμο ορίζεται, ότι θα παραχωρούνται ακίνητα, που νέμονται και κατέχουν ιδιώτες για δεκαετίες και το αποδεικνύουν, υπό τους ειδικότερους όρους και τις προϋποθέσεις, που ορίζονται στις επιμέρους διατάξεις αυτού, μεταξύ των οποίων, ορίζεται ότι το δικαίωμα εξαγοράς για κάθε ιδιώτη για ένα ακίνητο εκτός σχεδίου εκτάσεως έως 10 στρεμμάτων και για εντός οικισμού ή σχεδίου πόλεως ένα άρτιο οικόπεδο. Το τίμημα, θα κυμαίνεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) της αντικειμενικής αξίας του οικοπέδου ή γηπέδου και όπου δεν ισχύει το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, το τίμημα εξαγοράς καθορίζεται σύμφωνα με το καθεστώς περί υπολογισμού βάσει συγκριτικών στοιχείων από την αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης. Αν επί του οικοπέδου ή γηπέδου, κατά περίπτωση, υφίστανται κτίσματα ανεγερθέντα από τον αιτούντα ή τους δικαιοπαρόχους του, το ποσό του τιμήματος εξαγοράς της παρ. 1 προσαυξάνεται κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%). Αν το κτίσμα έχει ανεγερθεί από το Δημόσιο ή τρίτο, το τίμημα εξαγοράς αντιστοιχεί σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Το τίμημα εξαγοράς μειώνεται στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7.

Σύμφωνα με το άρθρο 12 αιτήσεις που εκκρεμούν στις κτηματικές υπηρεσίες, με βάση το άρθρο 10 του ν.δ. 2176/1952 (Α’ 207), τον ν. 357/1976 (Α’ 156), τον ν. 719/1977 (Α’ 301), τον ν. 2166/1993 (Α’137), τον ν. 1473/1984 (Α’127) και τον ν. 2386/1996 (Α’ 43), για εξαγορά ακινήτων τα οποία ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών, δεν εξετάζονται και τίθενται στο αρχείο. Επίσης με την έναρξη ισχύος του παρόντος, η ισχύς αποφάσεων εξαγοράς ακινήτων του Δημοσίου, οι οποίες έχουν εκδοθεί και δεν παρελήφθησαν από τους δικαιούχους, λήγει αυτοδικαίως απλά μπορούν να υποβάλλουν αίτηση εξαγοράς, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον παρόντα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται. Τέλος με το άρθρο 21 του άνω νόμου καταργούνται οι διατάξεις περί αποδόσεως ακινήτων (άνευ ανταλλάγματος) στους κληρονόμους των εγγεγραμμένων ως αρχικών τιτλούχων, στο απογραφικό βιβλιάριο αυτών στο κτηματολόγιο Ρόδου.

Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, στη Ρόδο υπάρχουν καταγεγραμμένα στο Κτηματολόγιο Ρόδου ως δημόσια κτήματα, τα οποία εκτιμάται, ότι αποτελούν τα 2/3 του συνόλου της ακίνητης ιδιωτικής περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου σε όλη την Επικράτεια. Αυτά όμως τα ακίνητα ήταν ιδιοκτησίας των επί Ιταλοκρατίας υπό εκδίωξη κατοίκων της Ρόδου, τότε που η Ιταλική Διοίκηση με βάση την πολιτική των απαλλοτριώσεων και της αποικιακής πολιτικής του Ιταλικού Κράτους, περιήλθαν είτε στην «ιταλική κυβέρνηση των νήσων Αιγαίου», είτε σε ιταλικά νομικά και φυσικά πρόσωπα, με το πρόσχημα της εκτέλεση έργων υποδομών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων, ενώ στην ουσία προοριζόταν για τους Ιταλούς έποικους για την δημιουργία γεωργικών οικισμών. Οι απαλλοτριώσεις αυτές έγιναν χωρίς δικαστικές αποφάσεις, με αυταρχική διοικητική διαδικασία και στέρησαν τα πλέον προσοδοφόρα γεωργικά ακίνητα από τους Ρόδιους- Έλληνες κατοίκους του νησιού, με αποτέλεσμα την δημογραφική μείωση του πληθυσμού, τον μεθοδικό εξαναγκασμό σε μετανάστευση είτε προς στην υπόλοιπη Ελληνική Επικράτεια, είτε στο εξωτερικό. Αυτά τα ακίνητα στη συνέχεια περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να αποδώσει στους δικαιούχους τους. Η προστασία της ιδιοκτησίας αποτελεί θεμελιώδες και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του ατόμου και τελεί υπό την εγγύηση του Συντάγματος.

Επιπλέον η Ελληνική Πολιτεία όφειλε να προβεί στην διευθέτηση αυτή και στην παραχώρηση των ιδιοκτησιών στους κατέχοντες ιδιώτες, υπό τις προϋποθέσεις, που αφενός μεν αποτυπώνουν την πραγματικότητα, τον αναπτυξιακό προσανατολισμό αλλά να λαμβάνοντας υπόψιν το χωροταξικό σχέδιο κάθε περιφέρειας, το περιβάλλον, την βιοποικιλότητα καθώς επίσης και σε άλλες περιπτώσεις εισοδηματικά και κοινωνικά κριτήρια, ισότητας και δικαιοσύνης.

Οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι της Δωδεκανήσου, γνώστες του ιστορικού της υφαρπαγής της ιδιωτικής περιουσίας των Δωδεκανησίων από τον Ιταλό κατακτητή, όφειλαν και οφείλουν ακόμη και τώρα να ζητήσουν την επαναφορά του ν. 719/1979.

 Συμπερασματικά, το Κράτος πρέπει να νομοθετήσει την κατά κυριότητα παραχώρηση των ακινήτων αυτών στους καλλιεργητές, στους κτηνοτρόφους και στους επιχειρηματίες, οι οποίοι τα κατέχουν μακροχρόνια και το αποδεικνύουν.

 

 

 

 

 

Διαβάστε ακόμη

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης, την εξατομίκευση περιεχομένου και διαφημίσεων και την ανάλυση της επισκεψιμότητάς μας. Δείτε τους ανανεωμένους όρους χρήσης για την προστασία δεδομένων και τα cookies. ΑΠΟΔΟΧΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ