Παρά τις επίμονες διαφωνίες στο Κυπριακό, η θετική ατζέντα και το μεταναστευτικό φαίνεται να αποτελούν τα σημεία σύγκλισης. Η συνάντηση των Κυριάκου Μητσοτάκη και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που πραγματοποιήθηκε στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, διήρκησε μόλις μισή ώρα, χωρίς εκπλήξεις ή θεαματικές εξελίξεις, όπως αναμενόταν. Ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να υπάρξει εις βάθος συζήτηση.
Παρά την επιμονή και των δύο πλευρών στις κόκκινες γραμμές τους, διαφαίνεται διάθεση για συνέχιση των επαφών, εστιάζοντας σε τομείς που ενδέχεται να φέρουν τα δύο μέρη πιο κοντά. Επισήμως, σύμφωνα με την ενημέρωση, οι δύο ηγέτες έκαναν απολογισμό της προόδου στον πολιτικό διάλογο και τη θετική ατζέντα, ενώ συμφώνησαν να εντείνουν τη συνεργασία στο μεταναστευτικό, εστιάζοντας στην καταπολέμηση των κυκλωμάτων διακινητών.
Σημαντική εξέλιξη αποτέλεσε η συμφωνία για τη διεξαγωγή του επόμενου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στην Άγκυρα τον Ιανουάριο του 2025. Οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν, θα προετοιμάσουν τις συνομιλίες, ενώ ο Φιντάν αναμένεται να επισκεφτεί την Αθήνα σύντομα.
Παράλληλα, οι δύο ηγέτες ανέθεσαν στους υπουργούς τους να εξετάσουν αν υπάρχει κοινό έδαφος για την έναρξη συνομιλιών σχετικά με την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, που αποτελεί ένα από τα βασικά ζητήματα στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Ωστόσο, η προοπτική για ουσιαστικό διάλογο παραμένει ασαφής, καθώς οι δύο χώρες παραμένουν προσηλωμένες στις θέσεις τους, με την Τουρκία να διατηρεί τη ρητορική της “Γαλάζιας Πατρίδας”.
Πριν τη συνάντηση, ο Ερντογάν, μιλώντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, εξέφρασε την πρόθεση της Τουρκίας για διάλογο, χωρίς όμως να δείχνει διάθεση υποχωρήσεων. Επανέλαβε ότι η Τουρκία έχει νόμιμα δικαιώματα στη Μεσόγειο και έδωσε έμφαση στη συνεργασία για την επίλυση θαλάσσιων διαφορών σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αφήνοντας παράθυρο ευκαιρίας για μελλοντικές συνομιλίες. Ωστόσο, η στάση της Άγκυρας στο Κυπριακό παραμένει αμετάβλητη, με τον Ερντογάν να επιμένει στη λύση δύο κρατών, απορρίπτοντας την ομοσπονδιακή προσέγγιση.
Στο πεδίο του μεταναστευτικού, η συνεργασία Ελλάδας και Τουρκίας φαίνεται να αποδίδει, αφήνοντας πίσω τις εντάσεις του παρελθόντος. Παρά τα περιστατικά που ενίοτε πυροδοτούν ένταση, οι δύο χώρες διατηρούν ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας, προσπαθώντας να αποφύγουν νέες κρίσεις.
Τελικά, η συνάντηση των δύο ηγετών εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας για ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων, με τις δύο χώρες να επιδιώκουν να καθιερώσουν μια κανονικότητα στον διάλογο, έστω και αν προς το παρόν τα νερά παραμένουν στάσιμα. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: μπορεί αυτή η διαδικασία χωρίς χειροπιαστά αποτελέσματα να διατηρήσει την ηρεμία και για πόσο;