Την περασμένη Τετάρτη το υπουργείο Ανάπτυξης ανακοίνωσε με πολλούς πανηγυρισμούς μια λίστα από 123 προϊόντα που οι καταναλωτές θα αγοράζουν φτηνότερα στα σουπερμάρκετ, στο πλαίσιο μιας νέας πρωτοβουλίας για την καταπολέμηση της ακρίβειας. Τα προϊόντα αυτά θα διατίθενται με τιμές μειωμένες κατά 6-15% για δύο μήνες και κατά το υπουργείο η λίστα θα συμπληρωθεί ως τα τέλη του μήνα με 600 κωδικούς.
Το μέτρο αυτό δεν είναι πρωτότυπο· είναι επανάληψη της εθελοντικής μείωσης τιμής 5% που είχε αποφασίσει ο πρώην υπουργός Κώστας Σκρέκας λίγο προτού εγκαταλείψει το υπουργείο και δεν είχε αποδώσει κάτι. Οπως θα διαπιστώσουν μάλιστα οι καταναλωτές που θα αναζητήσουν τα προϊόντα της λίστας, οι 123 κωδικοί αντιπροσωπεύουν μόνον 32 προϊόντα, κυρίως μάλιστα καθαριστικά και είδη προσωπικής φροντίδας –σε αυτά από το καλοκαίρι υπάρχει οριακή μείωση τιμών– και όχι τρόφιμα. Ενώ τα ελάχιστα τρόφιμα που περιλαμβάνουν, π.χ. κάποια ελαιόλαδα, είναι τα ελαιόλαδα που συσκευάζουν πολυεθνικές τα οποία ήταν ως πρότινος τα ακριβότερα της αγοράς, οπότε με το μέτρο του υπουργού Τάκη Θεοδωρικάκου βρίσκουν ευκαιρία να μειώσουν τις τιμές τους κοντά στον μέσο όρο της αγοράς στο ράφι.
«Να σταματήσει να λέει ψέματα η κυβέρνηση»
Για τον λόγο αυτό το μέτρο περί εθελοντικής μείωσης τιμών προκάλεσε την έντονη αντίδραση του προέδρου του Ινστιτούτου Καταναλωτών Γιώργου Λεχουρίτη, που κάλεσε την κυβέρνηση να μην πανηγυρίζει για το ότι μείωσε τις τιμές σε 123 κωδικούς επί συνόλου 25.000. «Να σταματήσει να λέει ψέματα η κυβέρνηση. Ο κ. Θεοδωρικάκος είναι πολύ καλός επικοινωνιολόγος αλλά έλεος!» τόνισε ο Γ. Λεχουρίτης, επισημαίνοντας ότι υπάρχουν μέτρα που μπορούν να κάνουν τη διαφορά υπέρ του καταναλωτή, π.χ. η επιβολή πλαφόν στο περιθώριο κέρδους από το χωράφι στο ράφι, ώστε ένα προϊόν που δίνεται από τον παραγωγό προς 50 λεπτά να μην πουλιέται στον καταναλωτή πάνω από 1,5 ευρώ, δηλαδή το κέρδος των κάθε λογής μεσαζόντων να μην ξεπερνά το 200%. Η κυβέρνηση ωστόσο δεν τα λαμβάνει.
Και δεν έχει άδικο, γιατί πράγματι μόνο ως κοροϊδία μπορεί να γίνει αντιληπτή η μείωση τιμών σε μια οδοντόκρεμα και ένα μαλακτικό ύστερα από μια τριετία ανεξέλεγκτου πληθωρισμού που έχει αναγάγει την ακρίβεια στο μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας καθώς μάλιστα ο πληθωρισμός τρέχει ακόμη στην Ελλάδα με υψηλότερο ρυθμό από την ευρωζώνη (π.χ. τον Σεπτέμβριο με 3,1% έναντι 1,7% της ευρωζώνης λόγω της αύξησης των τιμών του ρεύματος) κι ενώ η κυβέρνηση αρνείται να μειώσει τον ΦΠΑ, να βάλει φρένο στα ολιγοπώλια των παραγωγών φυσικού αερίου που ανεβάζουν τις τιμές στο ρεύμα ή να επιβάλει πλαφόν στις τιμές από το χωράφι στο ράφι όπως ζητά το ΙΝΚΑ.
Και τα νοικοκυριά καταλαβαίνουν πλέον τι γίνεται και δηλώνουν με κάθε ευκαιρία ότι η κυβέρνηση μπορεί να κάνει πολύ περισσότερα για την ακρίβεια από όσα λέει και δεν τα κάνει, όπως έδειξαν η έρευνα της Metron Analysis και η μελέτη του ΚΕΠΕ που παρουσιάστηκαν την περασμένη εβδομάδα στην ημερίδα του Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα, ρίχνοντας φως στην αυξανόμενη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και στον σταθερά υψηλότερο πληθωρισμό που επιβαρύνει τα φτωχότερα νοικοκυριά.
Οκτώ στους δέκα δεν τα βγάζουν πέρα
Βάσει της συγκεκριμένης έρευνας με τίτλο «Αντιμετώπιση της ακρίβειας, οι προκλήσεις και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας», σε δείγμα 1.007 ατόμων άνω των 17 χρόνων δύο στους τρεις καταναλωτές (67%) δηλώνουν ότι οι καταναλωτικές τους δυνατότητες έχουν χειροτερέψει, έναντι λιγότερου από έναν στους δέκα (8%) που δηλώνει ότι έχει βελτίωση. Τέσσερις στους δέκα (40%) δηλώνουν πως τα χρήματα τελειώνουν προτού τελειώσει ο μήνας και περισσότεροι από τέσσερις (44%) ότι τα φέρνουν οριακά βόλτα, έναντι λιγότερων από δύο (15%) που δηλώνουν πως τα χρήματα τους φτάνουν και αποταμιεύουν κάτι, λίγο ή πολύ.
Βεβαίως τα ποσοστά μεταβάλλονται ανάλογα με την επαγγελματική και οικονομική κατάσταση. Ετσι, μεγάλη απώλεια αγοραστικής δύναμης και αδυναμία να βγάλει τον μήνα δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 59% των αγροτών και το 66% της εργατικής τάξης, έναντι του 47% των μικρομεσαίων, του 30% της μεσαίας τάξης και του 25% της ανώτερης τάξης. Αντίθετα, τα βγάζει πέρα και αποταμιεύει, κατά δήλωσή του, το 6% των αγροτών, το 11% της εργατικής τάξης, το 7% των μικρομεσαίων, το 19% της μεσαίας τάξης και το 40% της ανώτερης.
Περαιτέρω, ένας στους δύο (57%) απαντά στην ίδια έρευνα πως το οικογενειακό ταμείο βαραίνουν περισσότερο οι δαπάνες της καθημερινότητας, με τρεις στους τέσσερις να αναφέρουν ότι το πρόβλημά τους είναι ο λογαριασμός του σουπερμάρκετ και από τα πάγια μηνιαία έξοδα το ηλεκτρικό ρεύμα, αφού το 69% των καταναλωτών λέει ότι δυσκολεύεται να το πληρώσει, από πολύ ως πάρα πολύ.
Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της ακρίβειας, τρεις στους τέσσερις πολίτες ή το 82% (και μάλιστα με διακυμάνσεις άνω του 80% σε όλο το πολιτικό φάσμα από τη Δεξιά και το κέντρο ως την Αριστερά, με μοναδική εξαίρεση εκείνους που δηλώνουν κεντροδεξιοί που είναι το 72%) δηλώνουν ότι για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός χρειάζεται κρατική παρέμβαση, με μόνο το 16% να πιστεύει στην αυτορρύθμιση της αγοράς, ενώ τρεις στους τέσσερις εκτιμούν ότι η κυβέρνηση μπορεί να κάνει περισσότερα πράγματα και δεν τα κάνει.
Συν τοις άλλοις –κι αυτό είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της έρευνας–, τρεις στους τέσσερις πολίτες (75%) δηλώνουν πως η χώρα πηγαίνει σε λάθος κατεύθυνση και μόνο ένας στους πέντε (21%) ότι πηγαίνει προς τη σωστή, με τα ποσοστά εκείνων που πιστεύουν ότι πάμε στραβά να αυξάνονται σταθερά από τις αρχές του χρόνου (από 60% τον Ιανουάριο 2024 σε 75% τον Οκτώβριο) και εκείνων που πιστεύουν το κυβερνητικό αφήγημα που λέει ότι πάμε καλά να μειώνονται (από 34% τον Ιανουάριο 2024 σε 21% τον Οκτώβριο).
Τσίπρας: «Αναδιανομή από τους πολλούς σε λίγους»
«Αυτό που ονομάζουμε ακρίβεια, και που αποτελεί μια διαρκή και τρομακτική πίεση στα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, είναι ταυτόχρονα και μια γενικευμένη διαδικασία αναδιανομής από τους πολλούς σε λίγους» τόνισε ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας κατά το κλείσιμο της εκδήλωσης κι αυτό γιατί, όπως πρόσθεσε, «η αύξηση των τιμών της κατοικίας και των ενοικίων ευνοεί μέρος της κοινωνίας, αλλά συμπιέζει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού», ενώ «η έλλειψη ανταγωνισμού σε κρίσιμες αγορές μετατρέπει τον πληθωρισμό σε μηχανισμό αναδιανομής εισοδήματος εις βάρος των καταναλωτών και υπέρ των ολιγοπωλίων».
Το μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης του Κυρ. Μητσοτάκη, «που στερείται σοβαρών άμεσων ξένων επενδύσεων και δημιουργεί πλούτο τροφοδοτώντας την ιδιωτική κατανάλωση μέσω της αύξησης των τιμών της ακίνητης περιουσίας και του τουρισμού δημιουργεί νέα αδιέξοδα» κατέληξε ο Αλ. Τσίπρας «οδηγεί την οικονομία σε επιβράδυνση» και «χωρίς αλλαγή πορείας τώρα, σύντομα θα διολισθήσουμε στο περιθώριο της Ευρώπης».
ΚΕΠΕ:
«Πιο ψηλά κατά 13% ο πληθωρισμός των φτωχών»
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η μελέτη του Γιώργου Ιωαννίδη, ερευνητή του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), που παρουσιάστηκε στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας, η οποία εξειδίκευσε με συγκεκριμένα νούμερα το πρόβλημα του υψηλότερου πληθωρισμού που αντιμετωπίζουν τα χαμηλότερα εισοδήματα, τα οποία δαπανούν μεγαλύτερο τμήμα του εισοδήματός τους για τρόφιμα και άλλες βασικές ανάγκες συγκριτικά με τα υψηλότερα εισοδήματα.
Σε αυτό το πλαίσιο και αξιοποιώντας στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο Γ. Ιωαννίδης υπολόγισε ότι το διάστημα 2021-24 ο πραγματικός πληθωρισμός για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών έφτασε το 29,2% έναντι πραγματικού πληθωρισμού 16,1% για το πλουσιότερο 20% των νοικοκυριών. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στη συγκεκριμένη τριετία τα φτωχότερα νοικοκυριά έχασαν πολύ περισσότερη αγοραστική δύναμη σε σχέση με τα πλουσιότερα. Γι’ αυτό τον λόγο, προφανώς, αυξήθηκε ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα στο 26,1% και κατέστη ο τέταρτος υψηλότερος στην ΕΕ των 27 μετά τη Ρουμανία (32%), τη Βουλγαρία (30%) και την Ισπανία (26,5%).
«Ο περιορισμός του πληθωρισμού είναι αναγκαίος, αλλά δεν θα αντιμετωπίσει την ακρίβεια» κατέληξε συμπερασματικά η έρευνα του Γ. Ιωαννίδη. «Η ακρίβεια μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών».
Αυξάνεται το εισόδημα που φεύγει για τις βασικές ανάγκες
Για να γίνει σαφές γιατί τα νοικοκυριά νιώθουν φτωχοποιημένα και διακατέχονται από ισχυρή απαισιοδοξία, χρήσιμες απαντήσεις περιλαμβάνονται σε πρόσφατη ανάλυση για τις μεταβολές στην κατά κεφαλήν δαπάνη και τα καταναλωτικά πρότυπα που δημοσίευσε πριν από λίγες μέρες το Ινστιτούτο για την Ερευνα του Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) με αφορμή την ημέρα διατροφής – παρά τους περιορισμούς της, αφού περιλαμβάνει αναφορά μόνο σε μέσους όρους.
Η έρευνα, που βασίστηκε στα στοιχεία της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ των ετών 2021-23, διαπίστωσε ότι ενώ η ετήσια κατά κεφαλήν δαπάνη των Ελλήνων για τρόφιμα είχε μειωθεί κατά τα χρόνια της κρίσης και το 2021 ήταν 1.486 ευρώ έναντι 1.519 ευρώ του 2009, τελευταία χρονιά πριν από την κρίση χρέους, από το 2021 άρχισε να αυξάνεται, φτάνοντας στα 1.597 ευρώ το 2022 και τα 1.670 ευρώ το 2023, με τη συνολική αύξηση να φτάνει το 10,69% σε σχέση με το 2009 λόγω πληθωρισμού αλλά με παράλληλη μείωση του όγκου κατανάλωσης.
Συν τοις άλλοις, κατέγραψε ότι η συνολική δαπάνη για είδη παντοπωλείου, δηλαδή τρόφιμα και βασικά αγαθά, ενώ είχε επίσης μειωθεί κατά την κρίση φτάνοντας το 2021 στα 1.912 ευρώ έναντι 1.938 ευρώ το 2009, άρχισε από το 2021 να αυξάνεται φτάνοντας στις 2.074 ευρώ το 2022 και στις 2.144 ευρώ το 2023, δηλαδή υψηλότερα από τα επίπεδα του 2009, ξανά λόγω πληθωρισμού και με μείωση του όγκου κατανάλωσης, με αποτέλεσμα να απορροφά πολύ μεγαλύτερο κομμάτι των οικογενειακών προϋπολογισμών, ήτοι το 26,6% το 2021, το 24,2% το 2022 και το 25,12% το 2023, έναντι του 20,7% το 2009.
Με δυο λόγια, σύμφωνα με την έρευνα του ΙΕΛΚΑ, στα χρόνια του πληθωρισμού συντελέστηκε μια μείζονα αλλαγή: αυξήθηκε το ποσοστό του εισοδήματος των νοικοκυριών που καλύπτει βασικές δαπάνες (διατροφή και είδη πρώτης ανάγκης, ηλεκτρισμός, ενοίκια, υγρά καύσιμα), φτάνοντας το 2023 στο 34,46% του συνόλου έναντι 26,08% το 2009 –κατά μέσο όρο– κι αυτός είναι ο λόγος που η πλειονότητα των νοικοκυριών δεν τα βγάζει πέρα ή τα βγάζει οριακά.