Αν υπήρχε τρόπαιο για τη λέξη με τη μεγαλύτερη συχνότητα στα κυβερνητικά δελτία Τύπου της τελευταίας εξαετίας, θα το κέρδιζε με διαφορά η «αυστηροποίηση». Η λέξη-φετίχ της κυβέρνησης κοσμεί πρωτοσέλιδα, εισβάλλει στους τίτλους των νομοσχεδίων, αναπαράγεται στα post του Πρωθυπουργού, επαναλαμβάνεται στα χείλη των υπουργών.

Μια μεταρρυθμιστική επωδός έξι συλλαβών, που υπόσχεται να μεταμορφώσει ένα κράτος χαμηλής έντασης σε μηχανισμό υψηλής πειθαρχίας – τόσο συνεκτικό, που, αν βασιστεί κανείς στις εξαγγελίες, πιστεύει πως η Ελλάδα έχει ήδη εξελιχθεί σε μια καλοκουρδισμένη διοικητική μηχανή με μηδενική ανοχή στις παρεκκλίσεις.

Στο πεδίο όμως, η εικόνα χαλάει τη συμμετρία του αφηγήματος. Γιατί πίσω από κάθε νέα εξαγγελία «παίζεται» το ίδιο ανέμπνευστο έργο: αυστηροί νόμοι που γίνονται αυστηρότεροι, φέρνοντας μια μικρή επικοινωνιακή έκρηξη στην αρχή και μια εφαρμογή που παραπαίει στο φινάλε.

Το αποτέλεσμα είναι ένα κράτος που παράγει περισσότερους νόμους απ’ όσους μπορεί να υπηρετήσει και λιγότερους ελέγχους απ’ όσους απαιτεί η στοιχειώδης λειτουργικότητα. Και όπως λέει κι ένας παλιός, κυνικός κανόνας της ελληνικής διοίκησης: «… ό,τι δεν εφαρμόζεται, δεν υπάρχει».

Από το 2019 μέχρι σήμερα η έννοια της αυστηροποίησης έχει μετατραπεί σχεδόν σε ιδεολογία. Και εργαλείο. Οχι εργαλείο μεταρρύθμισης, αλλά πολιτικής διαχείρισης. Πίσω από κάθε κοινωνικό, θεσμικό ή διοικητικό πρόβλημα, η απάντηση είναι η ίδια: «σφίγγουμε το πλαίσιο». Οσο περισσότερο, βέβαια, δοξάζεται η πειθαρχία από τα κυβερνητικά χείλη τόσο πιο ξεκάθαρο γίνεται πως η αταξία δεν είναι απόκλιση – είναι η κανονικότητα. Και πίσω από τη ρητορική του νοικοκυρέματος, η διοικητική πραγματικότητα παραμένει χαοτική, κατακερματισμένη, αντιφατική.

Η πρώτη φουρνιά αυστηροποιήσεων, το 2019, εστίασε σε πεδία χαμηλού πολιτικού κόστους. Ξηροί καρποί, ετικέτες προϊόντων, πολεοδομικές παραβάσεις – «εύκολες νίκες», που εκπέμπουν μήνυμα ρυθμιστικού κράτους χωρίς να συγκρούονται με τα σοβαρά συμφέροντα. Τότε ήταν που το υπουργείο Ανάπτυξης εξήγγειλε  αυστηρότερους υγειονομικούς και αγορανομικούς ελέγχους και υποσχέθηκε ότι οι καταναλωτές δεν θα ξαναγοράσουν «αμύγδαλα Αχαΐας» από την Ουκρανία. Το πλαίσιο ήταν αυστηρό, οι κυρώσεις επίσης, αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Οι έλεγχοι παραμένουν σποραδικοί, το προσωπικό ανεπαρκές, τα πρόστιμα αθόρυβα.

Από όλες τις αυστηροποιήσεις της τελευταίας εξαετίας, εκείνη για τα αυθαίρετα είναι ίσως η πιο ενδεικτική: επαναλαμβανόμενη, ηχηρή και εν τέλει άκαρπη. Σχεδόν κάθε χρόνο εξαγγέλλεται το «τέλος στην αυθαιρεσία» με υποσχέσεις για νέα εργαλεία, ταχείες κατεδαφίσεις, δορυφορικό εντοπισμό και fast-track διαδικασίες. Στην πράξη όμως τίποτα δεν προχωρά. Ή μάλλον, κινείται σε κύκλους.

Μια κατεδάφιση για τη φωτογραφία. Όταν δεν προλαβαίνουμε τις τελεσιδικίες, γκρεμίζουμε ό,τι στέκεται πιο βολικά στο πλάνο.

Μόνο στην Αττική εκκρεμούν περίπου 3.000 τελεσίδικες κατεδαφίσεις, 1.000 στα νησιά του Αιγαίου και άλλες τόσες στην Κρήτη. Κάθε χρόνο προστίθενται νέες υποθέσεις χωρίς ουσιαστική εκκαθάριση. Γιατί; Επειδή η τελεσιδικία παίρνει χρόνια, οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις δεν έχουν συνεργεία και η διαδικασία απαιτεί διαγωνισμούς, εργολάβους και ξεπέρασμα αντιδράσεων. Ακόμα κι αν όλα αυτά προχωρήσουν, πολλές φορές ο εργολάβος φτάνει στο σημείο και βρίσκει άλλο αυθαίρετο – νομιμοποιημένο στο μεταξύ. Επιστροφή στο μηδέν.

Η περίπτωση του Σχοινιά το δείχνει ξεκάθαρα: αυθαίρετες ταβέρνες κρίνονται κατεδαφιστέες το 1999, αλλά η κατεδάφιση ξεκινά το 2018. Στην Κρήτη, η εικόνα είναι παρόμοια: διστακτικότητα, τοπικά συμφέροντα και συμβολικές κατεδαφίσεις – φράχτες, μισογκρεμισμένες μάντρες, για τις ανάγκες της φωτογραφίας.

Το 2023 ψηφίζεται ακόμα ένας νόμος, με έμφαση στα αυθαίρετα μετά την 1η Ιανουαρίου 2024. Ωστόσο, όπως και οι προηγούμενοι, μένει μετέωρος. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι η ψήφιση – είναι η εφαρμογή. Η αυστηρότητα αναγγέλλεται με θέρμη, αλλά στο τέλος καταλήγει σε ένα σκονισμένο συρτάρι.

Η σκηνοθεσία της «πειθαρχίας»

Μετά το 2021, η «πειθαρχία» γίνεται κεντρικό σύνθημα στη ρητορική της κυβέρνησης. Ανακοινώνονται μεταρρυθμίσεις για το Δημόσιο, τη Δικαιοσύνη, την Παιδεία, με κοινό παρονομαστή την αυστηρότητα – όχι ως λειτουργία, αλλά ως εικόνα.

Στο Δημόσιο, ο νόμος Βορίδη επιχειρεί να συνδέσει την αξιολόγηση των υπαλλήλων με την κινητικότητα, τις προαγωγές και την αξιοποίηση στελεχών. Η μεταρρύθμιση παρουσιάζεται ως αναγκαία για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας. Ομως στο πεδίο η εφαρμογή της παραμένει στατική.

Η αξιολόγηση δεν μεταφράζεται σε βελτίωση – παραμένει τυπική, οριζόντια, σχεδόν αυτοματοποιημένη. Οι υπάλληλοι αξιολογούνται όλοι θετικά, η σύνδεση με την απόδοση είναι ανύπαρκτη και η ανατροφοδότηση απουσιάζει. Συμπέρασμα; Η «μεταρρύθμιση» βυθίζεται, καθώς η ρητορική της αυστηροποίησης δεν συνοδεύθηκε από πραγματική αλλαγή στην εφαρμογή. Ετσι, ο στόχος για λειτουργικό και επιτελικό Δημόσιο μένει εν πολλοίς ανεκπλήρωτος.

Στο βήμα, η αυστηρότητα χειροκροτείται. Στην πράξη, οι διατάξεις σκοντάφτουν σε νομικές ενστάσεις και συνταγματικά όρια. Πολλοί πανεπιστημιακοί τόνισαν στον υπουργό Δικαιοσύνης, Γιώργο Φλωρίδη: «Έτσι δεν φτιάχνεις Δικαιοσύνη. Φτιάχνεις κλίμα».

Από το δόγμα των αυστηροποιήσεων δεν ξέφυγε ούτε ο Ποινικός Κώδικας: ισόβια για ειδεχθή εγκλήματα, αυστηρότερες προϋποθέσεις αποφυλάκισης, ενίσχυση της αυτεπάγγελτης δίωξης για προσβολές γενετήσιας αξιοπρέπειας. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, μιλάει για «αίσθηση ανομίας» και ανάγκη αυστηροποίησης.

Οι αλλαγές προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, καθώς κρίθηκαν πρόχειρες, τιμωρητικές και προβληματικές από πανεπιστημιακούς και θεσμικούς φορείς όπως η Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων, η Εταιρεία Ποινικού Δικαίου, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.

Η πιο επικά αποτυχημένη στιγμή του αφηγήματος, βέβαια, έρχεται με τη σύσταση της περιβόητης πανεπιστημιακής αστυνομίας. Το 2021 ιδρύονται οι Ομάδες Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (ΟΠΠΙ). Χίλιοι εξήντα ειδικοί φρουροί προσλαμβάνονται, εκπαιδεύονται, εξοπλίζονται, αλλά στα πανεπιστήμια δεν μπαίνουν ποτέ. Οι αντιδράσεις φοιτητών και καθηγητών, οι προσφυγές στο ΣτΕ και η πολιτική αμφιθυμία οδηγούν σε σιωπηρή υποχώρηση. Οι ΟΠΠΙ απορροφώνται στην ΕΛ.ΑΣ., ο θεσμός ξεχνιέται και η «εμβληματική μεταρρύθμιση» μένει χωρίς ίχνος εφαρμογής. Από τον νόμο, στην αφάνεια.

Θεσμικός πληθωρισμός χωρίς συνέπεια

Το αφήγημα της αυστηροποίησης δεν περιορίστηκε στους χαμηλότονους τομείς της καθημερινότητας. Αντίθετα, διείσδυσε μέχρι τον πυρήνα της θεσμικής λειτουργίας του κράτους – εκεί όπου οι κανόνες δεν ρυθμίζουν απλώς, αλλά εγγυώνται την ίδια τη δημοκρατική νομιμότητα. Κι όμως, η αυστηρότητα δεν ενεργοποιήθηκε για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη. Ενεργοποιήθηκε για να την ελέγξει.

Μετά τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, το κράτος, αντί να αναζητήσει διαφάνεια, επιχείρησε να περιορίσει τον θεσμικό έλεγχο. Αντί να αποδοθούν ευθύνες, θεσμοθετήθηκε ένα νέο, αυστηρότερο πλαίσιο για την ΕΥΠ και την ΑΔΑΕ, με διατάξεις που δεν ρύθμιζαν την ουσία – αλλά τον τρόπο διαχείρισης της πληροφορίας. Η αυστηρότητα δεν στράφηκε προς τη βελτίωση της ασφάλειας ή της Δικαιοσύνης. Στράφηκε στον έλεγχο του ελέγχου.

Ο καθηγητής, Νίκος Αλιβιζάτος, προειδοποιεί: περισσότερη αυστηρότητα δεν σημαίνει περισσότερη Δημοκρατία. Ειδικά όταν η αυστηρότητα κατευθύνεται προς τον έλεγχο του ελέγχου.

Οπως λέει σήμερα στο «Βήμα» ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Αλιβιζάτος«Οταν μιλάμε για αυστηροποίηση, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Δεν πρόκειται πάντα για αυστηρότερους νόμους, αλλά συχνά για περισσότερους. Βρισκόμαστε μπροστά σε έναν θεσμικό πληθωρισμό, θα έλεγα, έναν κατακερματισμό της νομοθετικής ύλης, που περισσότερο συσκοτίζει παρά ξεκαθαρίζει τη λειτουργία του κράτους».

Και συνεχίζει: «Η σημερινή κυβέρνηση προβάλλει συχνά ότι είναι υπέρ της ελευθερίας του ατόμου και κατά της κρατικής παρέμβασης. Στην πράξη όμως παρεμβαίνει διαρκώς. Παράγει ρυθμίσεις με πολιτικά κίνητρα, όχι απαραίτητα με θεσμική συνέπεια».

Η κορύφωση αυτής της τάσης ήρθε όταν η ΕΥΠ αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την απόφαση του ΣτΕ, που έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο που απαγόρευε στους πολίτες να ενημερωθούν για το αν παρακολουθούνται για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Οπως σημειώνει ο κ. Αλιβιζάτος: «Αυτό δεν είναι απλώς παραβίαση του κράτους δικαίου. Είναι θεσμική αποσύνθεση. Είναι Αγρια Δύση».

Πειθαρχημένη ρητορική, αποτέλεσμα μηδέν

Από το 2023 και μετά η αυστηρότητα γίνεται διοικητικό δόγμα. Οπου υπάρχει πρόβλημα – θεσμικό, κοινωνικό, παιδαγωγικό ή ποινικό – η απάντηση είναι σχεδόν αυτόματη: αυστηροποιείται το πλαίσιο. Ο τίτλος του νόμου είναι σφιχτός, το δελτίο Τύπου κοφτερό, η ρητορική πειθαρχημένη. Στην πράξη όμως τίποτα δεν αλλάζει.

Στα σχολεία, οι απουσίες αποκτούν νέο κανονισμό, με μηδενική ανοχή, συστηματικό έλεγχο παρουσιών και απειλές αποκλεισμού. Ωστόσο η εκπαιδευτική καθημερινότητα αντιστέκεται σιωπηρά. Η υπεραναφορά γίνεται εργαλείο επιβίωσης, το ιατρικό χαρτί ασπίδα και το αυστηρό πλαίσιο ένα ακόμα χαρτί περιτυλίγματος πάνω σε μια παλιά, στατική δομή.

Την ίδια στιγμή, αυστηροποιούνται ποινές για ελληνοποιήσεις προϊόντων, παράνομες ροές κεφαλαίων, κλοπές στο σιδηροδρομικό δίκτυο, οπλοκατοχή, οικοδομικές παραβάσεις και πώληση αλκοόλ σε ανηλίκους. Το θεσμικό οπλοστάσιο διογκώνεται.

Οι διατάξεις πολλαπλασιάζονται. Οι λέξεις «πλαίσιο», «κύρωση», «πρόστιμο», «επιτήρηση» κυριαρχούν. Αλλά στο πεδίο η κατάσταση μένει καθηλωμένη. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί συνεχίζουν να υπολειτουργούν, οι υπηρεσίες στενάζουν από υποστελέχωση, τα πρόστιμα σπανίως επιβάλλονται – και ακόμα σπανιότερα βεβαιώνονται. Οι πολίτες ακούν τον νόμο, αλλά δεν τον συναντούν.

Ακόμα και στα πιο ευαίσθητα κοινωνικά πεδία, η ίδια λογική αναπαράγεται. Η ενδοοικογενειακή βία αντιμετωπίζεται με βαρύτερες ποινές και μεγαλύτερη ευαισθησία στη ρητορική. Τα δελτία αναγγέλλουν εισαγγελικές παρεμβάσεις και υποστήριξη θυμάτων. Ομως τα ίδια τα θύματα συνεχίζουν να δολοφονούνται.

Οι γυναικοκτονίες δεν μειώνονται. Οι καταγγελίες στοιβάζονται και οι δίκες καθυστερούν. Ο νόμος υπάρχει, αλλά η εφαρμογή του δεν προλαβαίνει. Ή δεν επιδιώκεται. Και τότε, η καθυστέρηση μετατρέπεται σε δεύτερη βία: θεσμική, σιωπηρή, κανονιστική.

Το ποτήρι με το νερό, ο καφές και το τσιγάρο. Όχι, δεν είναι σκηνή από το 2003, είναι η Ελλάδα του αντικαπνιστικού νόμου.

Αέρας κοπανιστός ο αντικαπνιστικός

Αν υπάρχει ένα πεδίο όπου η απόσταση ανάμεσα στην αυστηρότητα του νόμου και την καθημερινή πραγματικότητα αποτυπώνεται με απόλυτη καθαρότητα, είναι το κάπνισμα. Το ιερό δισκοπότηρο των αυστηροποιήσεων. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε εκφράσει επανειλημμένα τη δέσμευσή του για την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου. Σε ανάρτησή του με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καπνίσματος, ανέφερε: «Κάθε τσιγάρο που σβήνει θα είναι και μία βαθιά ανάσα υγείας και προόδου».

Επιπλέον, κατά την έναρξη της καμπάνιας για τον αντικαπνιστικό νόμο, τόνισε: «Σ’ αυτή τη δυσαρέσκεια ερχόμαστε να απαντήσουμε με την εθνική στρατηγική και αυστηρή απαγόρευση του καπνίσματος…». Με φόντο μια λαμπερή εκδήλωση στο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός εγκαινίασε το Εθνικό Σχέδιο Δράσης. Το πλάνο αν μη τι άλλο φιλόδοξο και το μήνυμα καθαρό: 30% μείωση της χρήσης καπνού μέχρι το 2025. Η ρητορική σκληρή, ευρωπαϊκή, επιτακτική.

Το νομικό πλαίσιο ασφυκτικό. Μόνο που η εφαρμογή εξελίχθηκε σε αέρα κοπανιστό. Στα μπαρ, ταβερνεία, μικρά μαγαζιά και νυχτερινά κέντρα το κάπνισμα συνεχίζεται σχεδόν κανονικά. «Εννοείται πως δεν θα απαγορεύσω ειδικά σε τακτικό θαμώνα να καπνίσει μέσα» λέει στο «Βήμα» μπάρμαν μικρού μαγαζιού στην περιοχή του Παγκρατίου. «Παλιότερα φοβόμασταν τους ελέγχους για τα πιστοποιητικά COVID και για το κάπνισμα. Τώρα έχουμε χαλαρώσει…» καταλήγει.

Το πρόβλημα δεν σταματά στους ενηλίκους. Η πώληση τσιγάρων και αλκοόλ σε ανηλίκους, παρά τις διακηρύξεις, παραμένει ανεμπόδιστη σε πολλές γειτονιές. Από το 2005 μέχρι σήμερα έχουν θεσπιστεί κάθε είδους ρυθμίσεις – απαγορεύσεις, σήμανση, επιβολή κυρώσεων. Αυτό που λείπει είναι η συνέπεια. Οπως εύστοχα σημειώνεται από γνώστες του πεδίου, «η κοινωνία ακούει για αυστηρότερους νόμους, αλλά βλέπει καθημερινά να τους παραβιάζουν» – κι αυτό ακυρώνει όχι μόνο τη νομοθεσία, αλλά και την πίστη σε αυτήν.

Ρωμαϊκή αρένα οι ελληνικοί δρόμοι

Ανάλογη είναι η εικόνα στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Η κυβέρνηση εξαγγέλλει την επαναφορά αυστηρών ποινών, τη μείωση των ορίων ταχύτητας, την αυστηροποίηση των κυρώσεων για παραβίαση φαναριών, κράνους, ζώνης, οδήγηση υπό μέθη. Η ρητορική θυμίζει ευρωπαϊκή μητρόπολη. Οι δρόμοι όμως όχι.

Τα νούμερα το επιβεβαιώνουν: το 2024 καταγράφηκαν σχεδόν 80.000 παραβάσεις για οδήγηση χωρίς δίπλωμα, με αύξηση 35% μέσα σε δύο χρόνια. Στο πρώτο τρίμηνο του 2025, μόνο στην Αττική, 6.057 οδηγοί πιάστηκαν για υπερβολική ταχύτητα, 2.310 για μέθη, 4.000 δικυκλιστές χωρίς κράνος και 900 για παραβιάσεις κόκκινου. Οι πεζοί πηδούν κιγκλιδώματα, διασχίζουν λεωφόρους μακριά από διαβάσεις, λειτουργούν έξω από κάθε πλαίσιο ασφάλειας. Το κυκλοφοριακό τοπίο θυμίζει περισσότερο ρωμαϊκή αρένα παρά ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο.

Ευρωπαϊκή ρητορική, βαλκανική καθημερινότητα. Στο χαρτί προβλέπονται ποινές, στους δρόμους προβλέπεται το χάος.

Το 2025 η αυστηρότητα επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε: στο Δημόσιο. Οχι μέσα από τους υπαλλήλους αυτή τη φορά, αλλά μέσα από τους ίδιους τους πολίτες. Η κυβέρνηση παρουσιάζει την πλατφόρμα axiologisi.ypes.gov.gr ως το νέο εργαλείο συμμετοχικής λογοδοσίας. Οι πολίτες καλούνται να αξιολογήσουν τις υπηρεσίες που χρησιμοποίησαν – να βάλουν βαθμό, να σχολιάσουν, να απαιτήσουν καλύτερη λειτουργία.

Η ιδέα ακούγεται σύγχρονη, δημοκρατική, ανοιχτή. Στην πράξη όμως μένει κενή. Η συμμετοχή είναι χαμηλή, η αξιοποίηση των δεδομένων σχεδόν ανύπαρκτη και η επίδραση μηδενική. Η Δημόσια Διοίκηση δεν φαίνεται να επηρεάζεται ούτε να ανασυγκροτείται. Κανένας δεν ξέρει αν διαβάζει κανείς τις αξιολογήσεις. Κανένας δεν εξηγεί πώς θα αλλάξει κάτι. Κανένας δεν απαντά. Και τότε η αξιολόγηση παύει να είναι εργαλείο ανατροφοδότησης και γίνεται απλώς μία ακόμα φόρμα σε μια ατελείωτη στοίβα ψηφιακής γραφειοκρατίας. Μια τελετουργία συμμετοχής χωρίς συνέπειες.

Νόμοι χωρίς κράτος – Σύνταγμα χωρίς εφαρμογή

Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ποσοτικό – είναι βαθιά θεσμικό. Η παραγωγή νόμων χωρίς σαφές κριτήριο, χωρίς μακροπρόθεσμη στρατηγική και συχνά χωρίς ουσιαστική κοινοβουλευτική επεξεργασία, οδηγεί σε θεσμική σύγχυση.

Ή, όπως το περιγράφει εύστοχα ο συνταγματολόγος Κώστας Μποτόπουλος στο «Βήμα», «η νομοθέτηση χωρίς υπηρέτηση συγκεκριμένου δημοσίου σκοπού, χωρίς σαφήνεια και σε μικρό χρόνο από προηγούμενη με συναφές αντικείμενο αποτελεί κακή πρακτική, που υπονομεύει την ασφάλεια δικαίου και την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος και την κυβέρνηση».

Και προσθέτει με έμφαση: «Νομοθέτηση με κατ’ επίφαση επίκληση επείγοντος ή κατεπείγοντος χαρακτήρα, μέσω πολλών ή κατατεθειμένων εκτός των προβλεπόμενων χρονικών ορίων τροπολογιών ή με εισαγωγή άσχετων διατάξεων, δεν είναι απλώς μη ωφέλιμη αλλά ευθέως αντισυνταγματική».

Όταν η νομοθέτηση γίνεται εργαλείο εντυπώσεων κι όχι πολιτικής, η Δημοκρατία γίνεται διαδικασία κι όχι πράξη. Ο συνταγματολόγος, Κώστας Μποτόπουλος, περιγράφει τη βαθιά ελληνική παθογένεια με λίγες λέξεις: «Η Βουλή υποτάσσεται, η Δικαιοσύνη πιέζεται, οι θεσμοί αποδομούνται».

Το ζήτημα δεν είναι μόνο η ποσότητα των ρυθμίσεων αλλά η απουσία σταθερότητας και συνέπειας. «Δυστυχώς», σημειώνει ο Μποτόπουλος, «στη χώρα μας, όλα τα παραπάνω συνιστούν πάγιες πρακτικές». Στο ερώτημα εάν αυτή η πληθωρική νομοθέτηση μπορεί να διαβρώσει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς, η απάντησή του είναι αποκαλυπτική: «Η εκτελεστική εξουσία, δηλαδή η κυβέρνηση, δεν «παράγει» τους νόμους, αφού αυτή η αρμοδιότητα ανήκει στη Βουλή. […] Παθογένεια είναι η υποταγή της Βουλής στην κυβέρνηση, η μη ουσιαστική συζήτηση, η κακή ή παράνομη νομοθέτηση».

Ο ίδιος τονίζει πως εγγυητής της εφαρμογής είναι η Δημόσια Διοίκηση και της τήρησης οφείλει να είναι η Δικαιοσύνη, «που οφείλει να είναι ανεξάρτητη». Και συνοψίζει: «Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το Σύνταγμα, αλλά η λειτουργία των θεσμών στην πράξη».

Εν τέλει, καταπώς φαίνεται, η «αυστηροποίηση» δεν είναι κάποιος υψηλός στόχος – αλλά απλώς ένα μέσο. Ενα μέσο για να γεμίζουν τα δελτία Τύπου, να ανακυκλώνονται οι δηλώσεις και να συντηρείται μια ψευδαίσθηση λειτουργίας. Μια επίφαση αποτελεσματικότητας που κρατάει όσο διαρκεί η μπαταρία μιας τηλεοπτικής κάμερας και η όρεξη μιας κοινωνίας που έχει μάθει να ζει στο κενό ανάμεσα στον νόμο και την πράξη.