«ΤΑ ΝΕΑ» βρέθηκαν στην Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων και κατέγραψαν τις απόψεις νεαρών παραβατών, γονιών και ειδικών
Στο Εφετείο της Αθήνας, επί της Οδού Δέγλερη, δίπλα από την πινακίδα που γράφει «Δικαστήριο Ανηλίκων», δεν θα δεις ποτέ κάμερες όπως σε άλλα δικαστήρια, λόγω της φύσης των υποθέσεων. Στο δεύτερο όροφο στεγάζεται η Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων. «ΤΑ ΝΕΑ» βρέθηκαν εκεί όπου – κατά γενική ομολογία – χτυπά η «καρδιά» της πρόληψης και της αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας, παρακολουθώντας με διακριτικότητα το έργο επιμελητών, τον αγώνα τους και την αγωνία τους για τα παιδιά που σε λίγες ώρες θα βρίσκονταν μπροστά στους δικαστές-κριτές τους.
Κάθε παιδί που φτάνει ως εκεί κουβαλά μια διαφορετική ιστορία. Ενας 20χρονος, ο οποίος είχε μάλιστα περάσει στη φυλακή σχεδόν πέντε χρόνια, συνόδευσε τη συνομήλικη γυναίκα του, η οποία ακόμα δεν έχει ξεμπερδέψει με τα δικά της δικαστήρια.
«Επαθα και έμαθα»
«Εζησα τη φυλακή, έζησα και την κοινωνία και τώρα ξέρω πως δεν θέλω να ξαναγυρίσω εκεί. Ξέρεις τι είναι να μπαίνεις για πρώτη φορά στη φυλακή στα 15 σου; Να βρίσκεσαι στους τέσσερις τοίχους, που λένε, και να βλέπεις τον ήλιο μέσα από το κελί;» ρωτά. Οχι για να πάρει κάποια απάντηση, αλλά για να εξηγήσει πως εκείνος «έπαθε και έμαθε». Και πως μέσα στη φυλακή πρωτοπήγε σχολείο γιατί δεν ήξερε, όπως παραδέχεται, να γράφει ούτε το γράμμα άλφα. Εκεί έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Τώρα που αποφυλακίστηκε δουλεύει 12 ώρες κάθε μέρα για 40 ευρώ και θέλει να συνεχίσει σε κάποιο σχολείο «δεύτερης ευκαιρίας». «Το χρωστάω σε εμένα και στην κόρη μου που είναι σχεδόν ενός έτους» λέει χωρίς να αρνείται ότι παραβίασε τον Ποινικό Κώδικα.
Σε μια άλλη περίπτωση ένα 15χρονο αγόρι που αντιμετωπίζει βαριά κατηγορία περιμένει να φτάσει η ώρα της δίκης του. Δεν μιλά πολύ. Στο πλευρό του οι γονείς του, οι οποίοι περιμένουν την κρίση της Δικαιοσύνης, δεν κρύβουν τον φόβο τους μήπως ο γιος τους οδηγηθεί στη φυλακή, αλλά στέκονται δίπλα του και μοιράζονται την αγωνία για την τύχη του παιδιού τους με τον επιμελητή ανηλίκων, τον οποίο νιώθουν πια σαν «μέλος της οικογένειάς τους», όπως λένε με δάκρυα στα μάτια.
Κανένας από τους επιμελητές οι οποίοι επιλαμβάνονται των υποθέσεων δεν έχει σκοπό να «αγιοποιήσει» τις αξιόποινες πράξεις παραβατικών παιδιών, αλλά ούτε και να «δαιμονοποιήσει» ανήλικα παιδιά, ορισμένα από τα οποία χάρη στο υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, τη δική τους θέληση, τη βοήθεια των επιμελητών και τους δικαστών που τους έδωσαν την πολυπόθητη «δεύτερη ευκαιρία» κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους, να τελειώσουν το σχολείο, να σπουδάσουν και εντέλει να ενταχθούν στην κοινωνία αφήνοντας πίσω τους τον κακό τους εαυτό.
Αναμορφωτική μεταχείριση
Οι επιμελητές ανηλίκων είναι εκείνοι που συντάσσουν τα ατομικά δελτία για το κάθε παιδί ξεχωριστά και είναι εκείνοι που προτείνουν την κατάλληλη αναμορφωτική μεταχείριση των ανηλίκων προς τους δικαστές. Η ιστορία μάλιστα έχει δείξει ότι τις περισσότερες φορές τα δικαστήρια «υιοθετούν» τις δικές τους προτάσεις.
Σε κάθε δικάσιμο εισάγονται προς εκδίκαση πολλές υποθέσεις, αρκεί να αναφερθεί ότι σε μία δικάσιμο Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων για τον μήνα Νοέμβριο έχουν προσδιοριστεί περισσότερες από 100 (!) δίκες. Δίκες που απαιτούν από όλους τους παράγοντες – δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόρους, κοινωνικούς επιμελητές – να ισορροπήσουν ανάμεσα στον νόμο και την ποινική αντιμετώπιση κάθε παιδιού, ώστε το αποτέλεσμα να μην το βγάλει έξω από την κοινωνία, αλλά να το βοηθήσει ουσιωδώς να συνεχίσει την πορεία της ζωής του. Μέχρι σήμερα τα Δικαστήρια Ανηλίκων συνεδριάζουν δύο φορές την εβδομάδα, αλλά λόγω της μεγάλης αύξησης των υποθέσεων εξετάζεται το ενδεχόμενο να υπάρξει και τρίτη δικάσιμος μέσα στην κάθε εβδομάδα.
Στα γραφεία των επιμελητών υπάρχουν δεκάδες φάκελοι που για αυτούς δεν είναι μόνο άψυχα χαρτιά και απόρρητες πληροφορίες. Είναι οι αληθινές ιστορίες του Αγγελου, της Νατάσας, του Ιωάννη και τόσων άλλων. Ενδεκα είναι όλοι κι όλοι οι επιμελητές ανηλίκων, σε μια συγκυρία μάλιστα που η παραβατικότητα των παιδιών έχει γιγαντωθεί, όταν πριν από μερικά χρόνια ήταν πολύ περισσότεροι και πάλι δεν επαρκούσαν. Οσο για την παρουσία έστω ενός ψυχολόγου ή ψυχιάτρου εντός της υπηρεσίας, ούτε λόγος να γίνεται.
Η ευθύνη των επιμελητών είναι μεγάλη, γιατί εκείνοι θα πρέπει ύστερα από συνεντεύξεις και με βάση το σύνολο των στοιχείων να έχουν έτοιμο το «ατομικό δελτίο» για κάθε ανήλικο πριν από την εκδίκαση της υπόθεσής του. Και το βάρος αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο γιατί γνωρίζουν καλά πως αν δεν είναι έτοιμοι, η δίκη των παιδιών θα αναβληθεί για ενάμισι με δύο έτη, με υπαρκτό τον κίνδυνο να χαθεί ο παιδαγωγικός χαρακτήρας της ποινής που τυχόν θα τους επιβληθεί. Με βάση την εμπειρία τους, πάντως, οι επιμελητές ανηλίκων είναι ξεκάθαροι: Η αυστηροποίηση της ποινής για τα παιδιά και τους γονείς δεν είναι η λύση στο πρόβλημα που αναμφισβήτητα είναι εδώ. Και ως ειδικοί στρέφουν το βλέμμα τους στο πεδίο της πρόληψης.